συγκαιρινός

συγκαιρινός
και συγκαιριανός, -ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει στην ίδια χρονική περίοδο ή είναι περίπου τής ίδιας ηλικίας, σύγχρονος
2. (για καρπό) αυτός που ωριμάζει την ίδια εποχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύγκαιρος + κατάλ. -ινός* / -ιανός (πρβλ. αλλοτ-ινός, καλοκαιρ-ινός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγκαιρινός — ή, ό σύγχρονος: Ξεπέρασε όλους τους συγκαιρινούς του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκαιριανός — ή, ό, Ν βλ. συγκαιρινός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”